Ο αναπροσανατολισμός του "σωφρονιστικού συστήματος"

Νίκος Κουλούρης

1. Το «σωφρονιστικό σύστημα» συνήθως εμφανίζεται κομίζοντας μηνύματα προστασίας του κοινωνικού σώματος από το έγκλημα με στόχευση την πρόληψη και την αποτροπή των αξιόποινων πράξεων, την αχρήστευση, τη βελτίωση, την αναπροσαρμογή, την επανένταξη των δραστών κ.ά.ό. Ο συνδυασμός όλων αυτών συνεπάγεται άλλοτε την τιμωρητική / ανταποδοτική σώρευση δεινών, περιορισμών και απαγορεύσεων και άλλοτε την προνοιακή / επανενταξιακή προσομοίωση του ποινικού καταναγκασμού με συνθήκες συμβατικής ελευθερίας. Έτσι, το σωφρονιστικό σύστημα αποτελεί ένα πεδίο έντονων ή ήπιων στερήσεων που ορίζεται από διαχωριστικές γραμμές μεταξύ καλού και κακού, νόμιμου και παράνομου, κανονικού και αντικανονικού, ομαλού και παθολογικού με όρους ηθικούς, νομικούς, κοινωνικούς και ιατρικούς. Διαμορφούμενο υπό συγκεκριμένες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, επιτελεί μια σειρά από εμφανείς και λανθάνουσες λειτουργίες: συσπειρώνει τους πολίτες που τηρούν τις επιταγές του νόμου έναντι των παρανόμων, τους οποίους διαφοροποιεί και διαχωρίζει, θέτει ένα μέρος του πληθυσμού εκτός αγοράς εργασίας και κοινωνικού ανταγωνισμού και τον προετοιμάζει για να επιστρέψει σ’ αυτήν κατά κανόνα υπό δυσμενείς όρους ή επιτρέπει τη διαχείριση και την απόρριψη των ανθρώπων που πλεονάζουν, παράγει ή ενισχύει περιθωριοποίηση και στιγματισμό, εκφράζει και επιβεβαιώνει τις σχέσεις εξουσίας και ανισότητας που χαρακτηρίζουν το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα κ.λπ. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο υπάρχει και αναπτύσσεται το σωφρονιστικό σύστημα είναι καθοριστικό για την εκάστοτε αποστολή του ως ένα τμήμα του τυπικού κοινωνικού ελέγχου και της ποινικής δικαιοσύνης.

2. Ο μόνος νομιμοποιητικός λόγος που κατά την άποψή μου μπορεί να ευσταθεί για το «σωφρονιστικό σύστημα» σε ένα συνεπές κοινωνικό κράτος δικαίου είναι η εξασφάλιση της πρόσβασης των προσώπων που τελούν υπό οποιαδήποτε μορφή ποινικού ελέγχου ή καταναγκασμού, στο δικαίωμά τους να ενταχθούν σε κοινωνικές σχέσεις και δίκτυα που τους επιτρέπουν να συνεχίσουν τη ζωή τους με τους όρους που ισχύουν για τον υπόλοιπο πληθυσμό, χωρίς συγκρούσεις με την έννομη τάξη. Το δικαίωμα αυτό απορρέει από την ίδια αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου. Ωστόσο αυτή η προσέγγιση δεν μπορεί να αποκρύψει ούτε τις άνισες και ανταγωνιστικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν την κρατική οργάνωση της κοινωνίας, ούτε την αντιφατικότητα της ποινικής καταστολής που, από τη μια πλευρά επιδεινώνει κατά τεκμήριο τη θέση και την κατάσταση των ανθρώπων οι οποίοι προωθούνται στους φορείς της και, από την άλλη πλευρά αναλαμβάνει με τις παροχικές παρεμβάσεις της να τους αποκαταστήσει ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας από την οποία τους απομακρύνει πραγματικά και συμβολικά.

3. Οι πρόσφατες πρωτοβουλίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στον τομέα της σωφρονιστικής πολιτικής (ιδίως η επεξεργασία σχεδίου νέου Σωφρονιστικού Κώδικα και τριετούς στρατηγικού σχεδίου) αποτελούν σημαντικές κινήσεις, ενδεικτικές της πολιτικής βούλησης για την κατάρτιση ενός πλαισίου με προκαθορισμένους στόχους και μέσα για την επίτευξή τους: ανθρωπισμό και σεβασμό των δικαιωμάτων, ασφάλεια για κρατουμένους και προσωπικό των φυλακών και επανένταξη και μείωση της υποτροπής. Σε τρίπτυχο αυτό προστίθεται η διασφάλιση της διαφάνειας στη λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος.

4. Αυτά τα εξ αντικειμένου ιδιαίτερα απαιτητικά εγχειρήματα αποκτούν μεγαλύτερη σημασία καθώς ακολουθούν μια περίοδο δεκαετιών κατά την οποία, σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης, «το ευνομούμενο σωφρονιστικό σύστημα, στο οποίο θεωρητικά αποβλέπει ο νόμος, έχει δώσει τη θέση του στην πρακτική της απλής “αποθήκευσης κρατουμένων”» και «τα κύρια προβλήματα του υπερπληθυσμού και της χρόνιας έλλειψης προσωπικού συνεχίζουν να σοβούν […] και […] το ελληνικό σωφρονιστικό σύστημα είναι στο όριο της κατάρρευσης». Στο ίδιο μήκος κύματος, κινούνται και εθνικές αρχές και φορείς, όπως η Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Σωφρονιστικού Συστήματος και λοιπών Δομών Εγκλεισμού Κρατουμένων της Βουλής και ο Συνήγορος του Πολίτη, που χαρακτηριστικά τονίζουν ότι υπάρχουν τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό και υποδομές, ότι εκκρεμεί η αναλυτική συζήτηση για τα θέματα επανένταξης και ότι «η χώρα αντιμετωπίζει μια κατάσταση “σωφρονιστικής έκρηξης” και χρειάζεται μεσοπρόθεσμη συγκροτημένη ποινική και σωφρονιστική πολιτική με βάση το τρίπτυχο: λιγότεροι κρατούμενοι, μικρότερος χρόνος εγκλεισμού, ειδική μέριμνα για εξαιρετικές περιπτώσεις». Ταυτόχρονα διαπιστώνουν κάποιες βελτιώσεις που αποδίδονται στη μείωση του πληθυσμού των κρατουμένων και στην ανάπτυξη εκπαιδευτικών και άλλων δραστηριοτήτων.

5. Εφόσον όλα αυτά ευσταθούν, το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι ποιο σημείο εκκίνησης θα οριστεί για τον αναπροσανατολισμό του σωφρονιστικού συστήματος: φαίνεται ότι αυτό πρέπει να επανεξεταστεί εξαρχής και στο σύνολό του καθώς οι επιμέρους παρεμβάσεις και βελτιώσεις απλώς εξωραΐζουν την κατάσταση και δεν αγγίζουν τις ρίζες των προβλημάτων. Οι συντεταγμένες του σωφρονιστικού συστήματος δεν μπορεί να χαράσσονται χωρίς να συνεκτιμάται η γενική συγκυρία, η οικονομική κατάσταση της χώρας, η ασκούμενη κοινωνική πολιτική, η μεταναστευτική πολιτική, η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης κ.λπ. Εν προκειμένω απαιτείται να εξηγηθεί πώς θα εφαρμοστεί ένας σχεδιασμός που χρησιμοποιεί μια σοσιαλδημοκρατική ιδεολογική πυξίδα σε ένα πλαίσιο στο οποίο έχουν επιβληθεί τα προτάγματα του νεοφιλελευθερισμού και σε συνθήκες πολυετούς ύφεσης που διευρύνει τη φτωχοποίηση του πληθυσμού και αποδομεί το κοινωνικό κράτος.

6. Στο πλαίσιο αυτό ο έλεγχος των μεταβολών του πληθυσμού των κρατουμένων και η διατήρησή του σε «διαχειρίσιμο» επίπεδο ανάγεται σε κομβικό στρατηγικό ζήτημα σωφρονιστικής πολιτικής. Απορρίπτεται η προτεραιότητα του παρελθόντος για την αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού των κρατουμένων με την αύξηση των θέσεων κράτησης και την κατασκευή νέων φυλακών και διακηρύσσεται η ανάπτυξη αξιόπιστων εναλλακτικών ποινών και μέτρων για καταδίκους και υποδίκους. Για να γίνει αυτό πρέπει να είναι σαφές με ποιον τρόπο θα καταστούν αξιόπιστα τα μέτρα εναλλακτικής έκτισης των ποινών κατά της ελευθερίας. Οι επαναλαμβανόμενες πρακτικές της νομοθέτησης έκτακτων μέτρων αποφυλάκισης και της νομοθετικής επέκτασης των κοινοτικών ποινών και μέτρων για την αντιμετώπιση επειγουσών αναγκών, διατηρούν τον καθαρά διαχειριστικό χαρακτήρα τους. Έτσι, από τη μια πλευρά έχουμε την επίκληση για την αποτελεσματική εφαρμογή έκτακτων μέτρων μείωσης της διάρκειας των υλικά εκτιόμενων ποινών και από την άλλη πλευρά γίνεται δεκτή η ανάγκη να υπάρξουν ουσιαστικές παρεμβάσεις στο επίπεδο των ποινών, ώστε να συγκλίνουν οι απειλούμενες και επιβαλλόμενες με τις πραγματικά εκτιόμενες ποινές. Συνολικά, δημιουργείται ένα αντιφατικό πλαίσιο αναφοράς ως προς τους τρόπους με τους οποίους θα επιχειρηθεί η διατήρηση του πληθυσμού των κρατουμένων σε ένα σταθερό επίπεδο, χωρίς να υπάρχει καμιά σύνδεση με τη χρήση των δικονομικών μέτρων και των ποινών κατά της ελευθερίας βάσει της αρχής της «έσχατης επιλογής», όπως υποδεικνύει το Συμβούλιο της Ευρώπης. Τέλος, ένα αριθμητικό μέγεθος, ο συνολικός αριθμός των κρατουμένων, καθίσταται κριτήριο για τον σεβασμό των δικαιωμάτων τους, υποβαθμίζοντας τη σημασία άλλων, πάντως αναγνωριζόμενων, πτυχών της κράτησης που δίνουν ένα ουσιαστικό περιεχόμενο στη διάρκειά της (επωφελής για τους κρατούμενους αξιοποίηση του χρόνου κράτησης με πρόσβαση σε θεσμούς και δραστηριότητες επανένταξης και προετοιμασία για την αποφυλάκιση).

6. Αναγκαίο είναι να συνδεθούν όλες οι εκκρεμείς νομοθετικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες έχουν μείζονα σημασία για την αποκλιμάκωση της ποινικής καταστολής, την ακριβοδικία και την ισότητα στην ποινική και τη σωφρονιστική μεταχείριση, τη δικαιοκρατία και την έννομη προστασία, τη διαφάνεια και τον κοινωνικό έλεγχο, την πρόσβαση στα δικαιώματα, τις ευκαιρίες και τα κωλύματα της κοινωνικής επανένταξης κ.ο.κ. και να σχεδιαστούν στοχευμένες παρεμβάσεις για διαφορετικές ομάδες του ποινικού πληθυσμού και του πληθυσμού των κρατουμένων, βάσει των πολιτισμικών και άλλων χαρακτηριστικών και αναγκών τους.

7. Η παρατεταμένη δημοσιονομική πειθαρχία και η ανεπάρκεια των πόρων δεν επιτρέπουν ιδιαίτερη αισιοδοξία. Ωστόσο, κεντρική θέση στη σχετική δημόσια συζήτηση πρέπει να έχει μια σαφής, ρητή τοποθέτηση για την αποκλιμάκωση της ποινικής καταστολής και την ελαχιστοποίηση της ποινικής παρέμβασης ως τρόπων αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων και για ριζική επανεξέταση του σωφρονιστικού συστήματος ώστε η προσφυγή σ’ αυτό να γίνεται μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις που είναι απολύτως αναγκαία και με τρόπο που δεν θα διευρύνει την αντιπαράθεση των ανθρώπων που θα παραπέμπονται σ’ αυτό με την έννομη τάξη και την κοινωνία.

Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί του σχεδίου του νέου σωφρονιστικού κώδικα: πρώτη προσέγγιση

Σοφία Βιδάλη

Σε μία εποχή όπου η ιδέα της ταχείας διαχείρισης, η απαξίωση της θεωρίας και των ιδεολογιών που καθοδηγούσαν την αντεγκληματική πολιτική, έχουν πρυτανεύσει φαίνεται περίπου γραφικό και κυρίως εκτός πραγματικότητας κάθε προσπάθεια να εντοπίσει κάποιος τις ιδεολογικές κατευθύνσεις ενός κειμένου όπως σωφρονιστικός κώδικας. Πόσο μάλλον, που όλοι σήμερα συμφωνούν, ότι οι φυλακές είναι ένας τόπος-αποθήκη, ενώ αποκτά όλο και περισσότερο απήχηση ιδέες περί της γενετικής κατασκευής του εγκληματία υπό την επίδραση των θετικών επιστημών αγνοώντας ή απαξιώνοντας υπό το πρόσχημα ενός ρεαλισμού έναντι της όποιας ουτοπίας αξιακές αρχές, που έχουν θεμελιώσει το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί λοιπόν του νέου σωφρονιστικού κώδικα έχουν τη συνέπεια ότι διαμορφώνουν καθοδηγητικές ιδέες, αξίες και κανόνες για τον τρόπο διοίκησης και οργάνωσης της φυλακής. Αυτό σημαίνει, ότι οι λέξεις και η ορολογία που υιοθετείται δεν τυχαίες, αλλά παραπέμπουν σε τρόπους θεώρησης των πραγμάτων και εδώ των φυλακών, των κρατουμένων, του προσωπικού των φυλακών και επομένως, οι όροι που χρησιμοποιούνται και η κριτική τους δεν είναι αποτέλεσμα τυπολατρίας αλλά εχει επιπτώσεις στην καθημερινότητα των φυλακών.

Το σχέδιο νόμου που δόθηκε στη δημοσιότητα σύμφωνα με το κείμενό του αλλά και το Δελτίο Τύπου του υπουργείου δικαιοσύνης «δίδεται έμφαση στην τήρηση των αρχών της νομιμότητας, της ισότητας και της διαφάνειας στη λειτουργία των φυλακών, στην αρχή ότι το μόνο δικαίωμα των κρατουμένων που περιορίζεται είναι το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και στην παραδοχή ότι η κοινωνική επανένταξη είναι δικαίωμα των κρατουμένων…». Επίσης, «…το σχέδιο εξισορροπεί την εύρυθμη και ασφαλή λειτουργία των φυλακών, των κρατουμένων και του προσωπικού από τη μια, με την κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων, από την άλλη ενώ, ταυτόχρονα, διασφαλίζει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των κρατουμένων και την έννομη προστασία τους σε περίπτωση παραβίασής τους..». Στο σχέδιο αναθεωρείται «του σύστημα εισαγωγής κρατουμένων, ο καθορισμός των χώρων διαβίωσης, η υγειονομική περίθαλψη, η εκπαίδευση, η εργασία και η επικοινωνία με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, το σύστημα των αδειών, η ημιελεύθερη διαβίωση, η διασφάλιση της ομαλής κοινής διαβίωσης των κρατουμένων και η εύρυθμη λειτουργία των φυλακών (μέτρα τάξης, προστασίας, κατευνασμού και πειθαρχίας), οι μεταγωγές και η μέριμνα για τους αποφυλακιζόμενους, η εποπτεία και ο έλεγχος των φυλακών…».

Το δελτίο τύπου του υπουργείου καταλήγει ότι «…η αντεγκληματική πολιτική που ασκείται λαμβάνει υπόψη τον άνθρωπο και τις ανάγκες της κοινωνίας, επιδιώκοντας στο έπακρο τόσο την ασφάλεια των κρατουμένων και του προσωπικού όσο και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων…»

Στο κείμενο που ακολουθεί επιχειρούμε μια πρώτη θεώρηση των ιδεολογικών προσανατολισμών του Σχεδίου του Νέου ΣΚ. Διαπιστώνουμε ότι διατηρούνται ορολογίες που παραπέμπουν σε ένα μοντέλο μεταχείρισης κρατουμένων που ο κώδικας δεν υιοθετεί. Διατηρούνται επίσης και θεσπίζονται νέες διατάξεις που αδρανοποιούν στην ουσία τους προοδευτικές ρυθμίσεις που εισάγονται στον ίδιο Κώδικα. Ενώ ο κατοχυρώνεται πλήρως τα δικαιώματα των κρατουμένων και με έμφαση, θεσπίζεται ταυτόχρονα η αοριστία στους όρους υποχώρησης του σεβασμού ορισμένων δικαιωμάτων, ιδίως σε ότι αφορά τους όρους διαβίωσής τους. Επίσης ενώ επιχειρείται ο εξορθολογισμός της διοίκησης της φυλακής μέσα από την θέσπιση συλλογικών οργάνων, που απομακρύνουν τη διοίκησή της από την προσωπο-κεντρική προσέγγιση που ισχύει, ταυτόχρονα, απαξιώνεται ουσιαστικά η ιδέα του επαγγελματισμού και της στελέχωσης των φυλακών με εξειδικευμένο προσωπικό. Αναπαράγεται έτσι μια μάλλον νομικίστικη προσέγγιση που εξορισμού θεωρεί την ενεργοποίηση εκπροσώπων της δικαιοσύνης «θεραπεία για κάθε νόσο», ενώ ταυτόχρονα δεν θεσπίζεται το ουσιαστικό όργανο της δικαιοσύνης που θα μπορούσε να παρέχει εγγυήσεις, δηλαδή, το Δικαστήριο Έκτισης Ποινών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τούτου είναι ότι η προσπάθεια ελέγχου της εγκληματικότητας μέσα στην φυλακή, ιδίως της οργανωμένης εγκληματικότητας, διανοίγει πεδία προβληματισμού επειδή μεταξύ άλλων επαφίεται ουσιαστικά σε ένα πρόσωπο το δικαστικό λειτουργό, αντί να εισάγονται θεσμοί δυναμικής ασφάλειας. Αυτή η τάση είναι αναμφίβολα προβληματική και οφείλει να επανεξεταστεί. Η θέση του δικαστικού λειτουργού δεν μπορεί να υποκαθιστά τον αναγκαίο επαγγελματισμό και την κατοχύρωση του προσωπικού φύλαξης, που οφείλει να διασφαλίζεται από το ίδιο το υπουργείο Δικαιοσύνης και τις αρμόδιες υπηρεσίες. Επίσης, στο σχέδιο του νέου ΣΚ θεσπίζεται μια πληθωριστική διάκριση των κρατουμένων σε κατηγορίες που είναι αμφίβολο εάν μπορεί το ίδιο το σύστημα να ανταποκριθεί στην ανάγκη ικανοποίησης των ιδιαιτεροτήτων τους χωρίς να προβεί σε διακρίσεις.

Διαπιστώνονται έτσι εκτός από τα θετικά του σημεία και μια σειρά από αντιφάσεις που οφείλουν να εξαλειφθούν κατά την τελική ψήφιση του Σχεδίου.

Περί σωφρονισμού:

Ειδικότερα, το σχέδιο του ΣΚ ακολουθεί σε γενικές ιδεολογικές κατευθύνσεις την ίδια γραμμή της δεκαετίας του ’90 σε ότι αφορά το γενικό πλαίσιο που διαμορφώνει. Όμως, παρά το γεγονός ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης ακολουθεί τις κατευθύνσεις και παραδοχές του Στρατηγικού Σχεδιασμού της Αντεγκληματικής Πολιτικής που συνοψίζονται στο «Ασφάλεια – Ανθρωπισμός – Επανένταξη – Διαφάνεια», τις συζητήσεις και τις παραδοχές που έχουν γίνει στο παρελθόν από την έρευνα και τους ειδικούς, ο Κώδικας εξακολουθεί να ονομάζεται «σωφρονιστικός». Παραβλέπονται έτσι οι διαπιστώσεις και οι προτάσεις της επιστημονικής έρευνας, της σύγχρονης θεωρίας αλλά και της ελληνικής πραγματικότητας, που «επιμένουν» ότι η στέρηση της ελευθερίας δεν «σωφρονίζει», δηλαδή δεν κάνει τους ανθρώπους καλύτερους, ούτε και διορθώνει βελτιωτικά τη συμπεριφορά τους. Ο όρος «σωφρονισμός» αποτελεί ένα απολίθωμα της θεωρίας, καθώς παραπέμπει σε συγκεκριμένη θεώρηση του κρατούμενου εγκληματία, σύμφωνα με την οποία ο εγκληματίας είναι οντότητα περίπου παθολογική, που έχει «ξεφύγει» από τους κοινωνικούς κανόνες εξαιτίας κάποιας επίκτητης ψυχικής διαταραχής ή ορμέφυτης τάσης ή πρόσκαιρης έξαψης που τον κάνει να φέρεται εκτός των ορίων σύνεσης: σύμφωνα με αυτήν την θεώρηση ο εγκληματίας διαπράττει αυτά για τα οποία καταδικάστηκε είτε χωρίς να μπορεί να πολυκατανοήσει το βάρος των πράξεων του είτε δεν μπορεί να ξεφύγει από τις τάσεις του, εξαιτίας κατασκευαστικού «ελλείμματος» της ιδιοσυγκρασίας του.

Έχει προταθεί ήδη από χρόνια η μεταβολή αυτού του τίτλου και η υιοθέτηση του τίτλου ως «Κώδικας Βασικών Κανόνων μεταχείρισης των κρατουμένων», ενώ εκτιμώ ότι θα ήταν περισσότερο δόκιμος, ακριβής και ουσιαστικός ο τίτλος «Κώδικας βασικών κανόνων έκτισης των ποινών, μεταχείρισης των κρατουμένων και λειτουργίας των καταστημάτων κράτησης». Είναι γεγονός ότι η έκτιση των ποινών αυτών αποτελεί τον κύριο λόγο ύπαρξης ενός ολόκληρου συστήματος εγκλεισμού και περαιτέρω, ενός συστήματος εναλλακτικών ποινών και μέτρων μετασωφρονιστικής μέριμνας. Η έκτιση της ποινής κατά της ελευθερίας νομιμοποιεί και καθορίζει την παροχή υπηρεσίας του προσωπικού φύλαξης. Δεν μπορεί, επομένως, σήμερα και μετά από πλήθος συζητήσεων, αντιπαραθέσεων κύρωσης διεθνών κειμένων κλ.π, να αγνοείται η ανάγκη σφαιρικής θεώρησης και ρύθμισης της λειτουργίας του συστήματος έκτισης των ποινών. Και τούτο επειδή έτσι ρυθμίζεται ο τρόπος έκτισης της ποινής με άξονα τη συμπεριφορά του κρατούμενου μόνον, χωρίς να συνυπολογίζεται η αλληλεπίδραση μεταξύ προσωπικού και κρατουμένων, που εξορισμού λαμβάνει χώρα μέσα στις φυλακές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές συνθήκες έκτισης των ποινών και να ακολουθείται μια προσέγγιση που ανήκει στην προηγούμενη 40ετία. Για να αποφευχθεί αυτό οφείλει να υιοθετηθεί μία διατύπωση όπως «Κώδικας βασικών κανόνων έκτισης των ποινών, μεταχείρισης των κρατουμένων και λειτουργίας των καταστημάτων κράτησης».

Ο σκοπός της ποινής: από το ρεαλισμό στον κυνισμό;

Στο άρθρο 1 που αναφέρεται στους «Κανόνες εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων και έκτισης ποινών και μέτρων κατά της ελευθερίας» δεν υπάρχει κάποια σχετική ρύθμιση (ούτε και σε άλλο άρθρο), η οποία να αφορά την αποστολή και το σκοπό της ποινής. Πρόκειται για ένα παράδοξο. Το Σχέδιο του Κώδικα υιοθετεί την έννοια «σωφρονιστικός κώδικας», αλλά δεν εξειδικεύει ρητά την έννοια με αποτέλεσμα αυτή να ερμηνεύεται κατά βούληση και ταυτόχρονα, να μην υιοθετείται ούτε κάποιος άλλος σκοπός της ποινής. Ο ισχύων ΣΚ έχει επίσης ακολουθήσει την λογική της μη εξειδίκευσης του σκοπού της ποινής, στην προοπτική της υπέρβασης μαξιμαλιστικών στοχεύσεων για την βελτίωση του κρατούμενου και υιοθέτησης μιας ρεαλιστικής προσέγγισης, όπως αναφερόταν στην τότε αιτιολογική έκθεση, που δεχόταν ότι η φυλακή δεν βελτιώνει τον κρατούμενο. Είκοσι και πλέον χρόνια μετά αυτή η «ρεαλιστική» προσέγγιση έχει αποδειχθεί (και αυτό προκύπτει και μόνον αν εξετάσει κάποιος αποφάσεις του ΕΔΑΔ, αλλά και άλλες επίσημες εκθέσεις της Βουλής, του Συμβουλίου της Ευρώπης κλπ) ότι η μη διατύπωση και μη αποδοχή ενός σκοπού της ποινής όχι μόνον καθιστά τα καταστήματα κράτησης αποθήκες ανθρώπων – και αυτό είναι ανεξάρτητο και από τον υπερσυνωστισμό- αλλά ταυτόχρονα, καθιστά την έκτιση των ποινών κατά της ελευθερίας μιας υπόθεση που καταλήγει στα όρια της κυνικής μεταχείρισης των κρατουμένων. Προκύπτει, βέβαια, από επιμέρους διατάξεις του νόμου, ότι η έκτιση των ποινών θα πρέπει να έχει ως άξονα την επιστροφή στην κοινωνία. Αυτό όμως δεν τυποποιείται πουθενά ως σκοπός της ποινής στέρησης της ελευθερίας (π.χ. στον ΠΚ), αλλά αφορά τη μεταχείριση των ήδη καταδικασμένων σε αυτήν. Η τυποποίηση του σκοπού της ποινής έχει νόημα επειδή αφορά μια ευρύτερη λειτουργία των ποινικών κυρώσεων που μπορεί να δεσμεύει με κατάλληλες ρυθμίσεις και τον προ της εισαγωγή στη φυλακή διαδικασία, δηλαδή, το δικαστή που την επιβάλλει, καθώς το σωφρονιστικό σύστημα δεν είναι αποκομμένο από την υπόλοιπή ποινική διαδικασία –όπως συχνά αλλά και στο σχέδιο αυτό φαίνεται ότι υπερέχει ως άποψη-. Επιπλέον μια τυποποίηση του σκοπού της ποινής υποβάλλει και σε μία σειρά παρεμβάσεις μεταβολές και δράσεις που δεν φαίνεται ότι θεσπίζονται με τον νέο ΣΚ ή θεσπίζονται μάλλον προσχηματικά όπως π.χ. η εφαρμογή της δυναμικής ασφάλειας.

Αντιφάσεις ή πως αδρανοποιούνται προοδευτικές ρυθμίσεις

Στο άρθρο 2 διαπιστώνεται ένα άλλο παράδοξο: κατοχυρώνονται με πλήρη σαφήνεια οι αρχές με βάση τις οποίες εκτίεται η ποινή, σύμφωνα με θεμελιώδη για την ελληνική έννομη τάξη κείμενα και επιπλέον θεσπίζεται για πρώτη φορά ότι η επιστροφή στην κοινωνία είναι δικαίωμα του κρατούμενου, ότι η διοίκηση έχει τη θετική – θεμελιώδη- υποχρέωση να διασφαλίζει αυτό το δικαίωμα. Πρόκειται για ρυθμίσεις που αποτελούν εξαιρετικά σημαντική μεταβολή σε ότι αφορά τα δικαιώματα του κρατούμενου και μάλιστα είναι τέτοιας έντασης η κατοχύρωση αυτή, που περιλαμβάνεται στα πρώτα άρθρα του Σχεδίου αλλά και με βάση αυτήν κατοχυρώνεται και εξετάζεται η νομιμότητα της κράτησης. Επομένως εξαιρετικά σημαντική ρύθμιση. Η ρύθμιση αυτή όμως αντιφάσκει με τη διατήρηση του όρου «σωφρονιστικός» και συναφείς στο κείμενο, επειδή ο όρος αυτός παραπέμπει σε ένα σύστημα κράτησης με άλλη στόχευση, όπως εξηγήθηκε και ιδίως, σε ένα σύστημα στο οποίο η τήρηση της ΕΣΔΑ και η κατοχύρωση των αρχών της στο εσωτερικό δίκαιο ως συνταγματικής ισχύος ήταν άγνωστη όχι μόνον στην Ελλάδα.

Κατοχύρωση των δικαιωμάτων των κρατουμένων και εξαιρετικές περιπτώσεις υποχώρησης τους

Ζήτημα όμως φαίνεται να προκύπτει σχετικά με το δικαίωμα να στερείται ο κρατούμενος μόνον την προσωπική ελευθερία του, το οποίο υποχωρεί σε «εξαιρετικές περιπτώσεις». Πρόκειται για ένα πλέγμα διατάξεων που κατ΄αρχήν νομοτεχνικά η ένταξή τους σε επιμέρους άρθρα του σχεδίου δεν είναι κατάλληλη, επειδή μεταξύ άλλων προκαλεί αδυναμία στον κρατούμενο που έχει άγνοια να τις διαβάσει συνολικά (και πρέπει ο «Σωφρονιστικός Κώδικας» να μπορεί να διαβάζεται από τον κρατούμενο με άνεση), αλλά και επειδή και ο γνώστης των πραγμάτων δύσκολα μπορεί να τις εξετάσει σε βάθος στο σύνολό τους.

Τι μας λένε λοιπόν αυτές οι διατάξεις και ποιες είναι: Στην παρ. 4 άρθρου 2 θεσπίζεται ότι τα μέτρα τάξης και ασφάλειας δεν εμποδίζουν την άσκηση ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων – και αυτό είναι επίσης εξαιρετικά σημαντικό επειδή ανατρέπει την υπάρχουσα θεσπισμένη θεώρηση της πρόταξης της ασφάλειας και της τάξης στα καταστήματα κράτησης έναντι των δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα, όμως θεσπίζεται – όπως είναι αναμενόμενο σε ένα τέτοιο κείμενο- ότι τα μέτρα μπορεί να συνεπάγονται περιορισμούς στους συνήθεις όρους διαβίωσης των κρατουμένων. Αυτό συμβαίνει α) σε εξαιρετικές περιπτώσεις, β) μετά αιτιολογημένη απόφαση του Συμβουλίου του Καταστήματος Κράτησης.

Το Συμβούλιο αυτό στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτή αποτελείται από (άρθρο 8 παρ2) τον Διευθυντή, που τον αναπληρώνει ο Προϊστάμενος του Τμήματος Διοίκησης, έναν ψυχολόγο ή κοινωνικό λειτουργό ή άλλον υπάλληλο κατηγορίας ΠΕ Σωφρονιστικού Ενηλίκων, έναν Κοινωνιολόγο ή Εγκληματολόγο ή Γεωπόνο ή άλλον υπάλληλο κατηγορίας ΤΕ Διοικητικού Λογιστικού που εναλλάσσονται ανά έτος με τον αναπληρωτή του. Όταν πρόκειται όμως για θεραπευτικά καταστήματα ή για καταστήματα που λειτουργούν προγράμματα απεξάρτησης τότε το τρίτο μέλος του Συμβουλίου μπορεί να είναι μόνιμος γιατρός ή ψυχίατρος.

Από τη διατύπωση του Σχεδίου προκύπτουν ορισμένες προβληματικές συνέπειες που αντιφάσκουν με τις ιδέες περί ανθρωπισμού κλπ, που ήθελε ο νομοθέτης και το υπουργείο να τηρήσουν και υπερέχει η διαχειριστική λογική επειδή

  1. οι εξαιρετικές περιπτώσεις καθορίζουν τον περιορισμό των συνήθων όρων διαβίωσης των κρατουμένων· όμως δεν αναφέρονται πουθενά οι εξαιρετικές περιπτώσεις, ούτε ενδεικτικά,
  2. οι έκτακτες καταστάσεις που νομιμοποιούν την μεταβολή των όρων διαβίωσης δεν αναφέρονται ούτε ενδεικτικά και
  3. ποιοι θα μπορούσε να είναι αυτοί οι περιορισμοί διαβίωσης και ποια είναι τα όριά τους δεν αναφέρονται παρά μόνον ως προς τη χρονική τους διάρκεια.

Η εξειδίκευση έστω και ενδεικτικά παραπάνω ζητημάτων είναι μια αναγκαία ρύθμιση, που πρέπει να εισαχθεί, ώστε να αμβλύνεται το εύρος της αοριστίας, ως προς τη διακριτική ευχέρεια που έχουν τα αρμόδια επ’ αυτών όργανα. Η νομοθετική διαδικασία για ένα τέτοιο νομοθέτημα όπως ο Σωφρονιστικός Κώδικας οφείλει να λαμβάνει υπόψη της ότι θα εφαρμοστεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και στο πλαίσιο ποικίλων καταστάσεων, διαφορετικών κυβερνήσεων και ιδίως από διαφορετικές διοικήσεις της φυλακής, και επομένως η πρόληψη από πιθανές καταχρήσεις της διοίκησης θα πρέπει να αποτελεί διαρκή μέριμνα του νομοθέτη.

Διότι δεν αίρει την αοριστία και το εύρος της διακριτικής ευχέρειας των αρμοδίων ο ισχυρισμός ότι οι εξαιρετικές περιπτώσεις σταθμίζονται με βάση την κοινή λογική (άλλος αόριστος όρος) ή τέλος πάντων με την ασυνήθη κατάσταση που ανακύπτει σε μια φυλακή και απειλεί την ευταξία του χώρου και την ασφάλεια του προσωπικού και των κρατουμένων.


Η συνολική θεώρηση των κρατουμένων : όλοι μπορούν να μιλούν γι’ αυτούς

Όπως προκύπτει από τη σύνθεση του Συμβουλίου της φυλακής την στάθμιση των εξαιρέσεων και της απόκλισης από τη συνηθισμένη διαβίωση καλούνται να την κάνουν στελέχη, που ουδεμία γνώση ή εξειδίκευση έχουν σχετικά με την έκτιση των ποινών, την μεταχείριση των κρατουμένων ή το πώς διαρθρώνεται το έγκλημα και υπό ποιους όρους στις φυλακές. Παρατηρείται, επομένως, το παράδοξο ο γεωπόνος και ο απόφοιτος του ΤΕΙ διοίκησης ή διοίκησης επιχειρήσεων να κάνει τη δουλειά του εγκληματολόγου, ο γιατρός άλλης ειδικότητας π.χ. οδοντίατρος (;) να επιτελεί το έργο του ψυχίατρου και ο τυχαίος υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Σωφρονιστικού (άλλος ένας όρος που πρέπει να αλλάξει) να επιτελεί τη δουλειά του κοινωνικού λειτουργού ή του ψυχολόγου ανεξαρτήτως ειδικότητας. Δεν θα αναφερθώ στα προσόντα του Διευθυντή της φυλακής, επειδή είναι σωστό να υπάρχει μια ουσιαστική ρεαλιστική θεώρηση των πραγμάτων και να συνυπολογίζεται επομένως, ότι δεν υπάρχει εξειδικευμένο προσωπικό το Υπουργείο Δικαιοσύνης (το πτυχίο Νομικής από μόνο του αποτελεί στοιχειώδες αλλά όχι επαρκές κριτήριο).

Το προσωπικό αυτό καλείται να αποφασίσει για τον περιορισμό των δικαιωμάτων των κρατουμένων και για την αλλαγή των όρων διαβίωσης τους σε έκτακτες περιπτώσεις, μόνον με βάση την εμπειρική του εξοικείωση με το χώρο της φυλακής, χωρίς να έχει καμία θεωρητική ή άλλη κατάρτιση ή γνώση και χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να την αποκτήσει έστω και καθυστερημένα (αφού δηλαδή έχουν αναλάβει υπηρεσία- η σχετική πρόβλεψη για την κατάρτιση του προσωπικού του άρθρου 87 είναι απολύτως ανεπαρκής). Κινδυνεύει επομένως να μην μπορεί να αποστασιοποιείται και να ακολουθεί κανόνες επαγγελματισμού κατάλληλους και ειδικά προσανατολισμένους στη διοίκηση και λειτουργία των φυλακών.

Προκύπτει, όμως, το εύλογο ερώτημα που από την απάντησή του αποκαλύπτεται και το πώς το ελληνικό κράτος ή ελληνική διοίκηση ακόμα και στις παρούσες συνθήκες εξακολουθεί να βλέπει τους κρατούμενους: Δηλαδή, για να καλλιεργήσουμε τεύτλα ή στάρι σε μια αγροτική φυλακή είναι απαραίτητος οπωσδήποτε ο γεωπόνος, για να λειτουργήσει το Τμήμα Διοίκησης σε μια φυλακή είναι οπωσδήποτε απαραίτητος ένας απόφοιτος σχετικού Τμήματος ΑΕΙ / ΤΕΙ, αλλά για να αποφασίσουμε εάν και ποια μέτρα επιβάλλονται σε κρατούμενους και ποιες είναι οι εξαιρετικές περιπτώσεις γι αυτό δε χρειάζονται στελέχη με εκείνη τη θεωρητική γνώση και εμπειρία, που να μπορούν να ανταποκρίνονται με επάρκεια στην στόχευση της προηγούμενης διάταξης για την επανένταξη στην ελεύθερη κοινωνία. Αυτή η προσέγγιση δεν δικαιολογείται ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί από αντίλογο του τύπου «δεν έχουμε προσωπικό», επειδή οι ειδικότητες που προαναφέραμε αντιστοιχούν σε ανάγκη πρόσληψης εξειδικευμένων επιστημόνων ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 60 άτομα: το κόστος αυτών των επιστημόνων και η μακροπρόθεσμη απόσβεσή του (για να χρησιμοποιήσω μια φρασεολογία επίκαιρη) είναι στον κύκλο της πενταετίας ίδιο με το κόστος μιας καταδίκης από το ΕΣΔΑ που πληρώνεται εφάπαξ. Δεν πρόκειται επομένως για οικονομική παράμετρο που επηρεάζει την εύρυθμη έκτιση των ποινών, αλλά υποθέτουμε βάσιμα, ότι πρόκειται για νοοτροπίες που δεν αντιστοιχούν στα μέλη της νομοπαρασκευαστικής αλλά κυριαρχούν στη Διοίκηση και λίγο- πολύ θεωρούν ότι για τους κρατούμενους και τα δικαιώματα τους η επιστημονική γνώση και εξειδίκευση είναι «θεωρίες» (δηλαδή ανεφάρμοστα πράγματα) ή από την άλλη πλευρά, ταυτίζουν κάθε επιστημονική γνώση με μια «τεχνοκρατία στην υπηρεσία του καπιταλισμού».

Παραγνωρίζεται και απαξιώνεται έτσι (επειδή εξάλλου εξυπηρετεί και την αναπαραγωγή του υπάρχοντος συστήματος γραφειοκρατίας ή και των κάθε είδους «ειδικών») ένα τεράστιο επιστημονικό πεδίο γνώσεων, που σε αυτό οφείλεται η ανάδειξη της διαρκούς κρίσης της φυλακής, σε αυτό οφείλεται η κατοχύρωση των δικαιωμάτων των κρατουμένων και η σταδιακή επέκταση των εναλλακτικών κυρώσεων, σε αυτό οφείλεται εξάλλου και η ανατροπή της πάγιας θεώρησης του φυλακτικού προσωπικού ως δημίων και δεσμοφυλάκων.

Αυτά βέβαια θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά αλλά δεν την κάνουν. Κατόπιν τούτων είναι ανάγκη κάθε πρόταση για την αλλαγή του σωφρονιστικού συστήματος να πλαισιώνεται και από μια γενναία πολιτική απόφαση ποιοτικής αναβάθμισης του προσωπικού στο μέτρο του εφικτού και στο πλαίσιο αυτό να συνοδεύεται και από μία οικονομική πρόβλεψη για την εφαρμογή του που θα αποδεικνύει και τη βούληση να αλλάξουν ορισμένες συνθήκες στις φυλακές.

Έτσι, είναι αναγκαία α) η πρόβλεψη για την αναβάθμιση και τον εμπλουτισμό του ειδικευμένου προσωπικού σε μόνιμη βάση και ειδικότερα ειδικοτήτων Κοινωνικών Λειτουργών, Ψυχολόγων, Εγκληματολόγων, Κοινωνιολόγων και η πρόβλεψη τοποθέτησής τους σε όλα τα ΚΚ όπου δεν υπάρχουν, β) η πρόβλεψη αποκλειστικής και υποχρεωτικής συμμετοχής τους στο Συμβούλιο του Καταστήματος Κράτησης και επίσης, γ) η ειδική συστηματική εκπαίδευση και επιμόρφωση του προσωπικού που ασχολείται με τους κρατούμενους και είναι άσχετης ειδικότητας. Η πρόβλεψη του άρθρου 86Β του σχεδίου για την μερική απασχόληση με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου μιας σειράς ειδικών επιστημόνων μόνον ως πρόχειρη και εμβαλωματική μπορεί να χαρακτηριστεί και ως εκ τούτου πρέπει να επανεξεταστεί.

Διάκριση των κρατουμένων κατά κατηγορίες

Στο σχέδιο υιοθετείται μια ευρεία κλίμακα κατηγοριοποιήσεων των κρατουμένων ανάλογα με την νομική και με πραγματική τους κατάσταση. Οι διακρίσεις αυτές ενώ αποτελούν μια καθοδηγητική γραμμή για τη μεταχείρισή τους ώστε όπως φαίνεται να οδηγεί σε μεταχείριση με βάση και τις ανάγκες και την ουσιαστική πραγματική τους κατάσταση, είναι αμφίβολο εάν μπορεί η ικανότητα του ίδιου του συστήματος να λάβει υπόψη τις διακρίσεις αυτές, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι σαφής ο λόγος θέσπισης των διακρίσεων αυτών. Ειδικότερα η διάκριση περί έγγαμων (περιλαμβανομένου του συμφώνου συμβίωσης) τι λόγο ύπαρξης έχει; Ότι ο έγγαμος έχει ένα περιβάλλον αναφοράς που μπορεί να τον επισκέπτεται και ο άγαμος όχι; Ότι θα διαμένουν οι έγγαμοι όλοι μαζί και οι άγαμοι πάλι όλοι μαζί; Πραγματικά είναι εκ πρώτης όψεως ακατανόητος ο διαχωρισμός αυτός. Επίσης, ο θρησκευτικός διαχωρισμός δεν ευνοεί την ανεκτικότητα αλλά ούτε και προστατεύει από ενδεχόμενες διενέξεις. Είναι άλλο πράγμα η κατοχύρωση του δικαιώματος των κρατουμένων να ασκούν λατρευτικά καθήκοντα που προκύπτουν από τη θρησκεία τους και άλλο πράγμα, ο διαχωρισμός τους με βάση θρησκευτικά πιστεύω. Οριακά, παρά την ρύθμιση των άρθρων 2 και 3, θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως διάκριση και επίσης, διανοίγει το δρόμο για άλλες τυχόν διακρίσεις στο μέλλον έστω και άτυπες και μη εύκολα ελέγξιμες, με κριτήριο θρησκευτικά πιστεύω. Οι κατηγοριοποιήσεις του άρθρου 11 θα πρέπει να είναι σαφές για ποιο λόγο θεσπίζονται.

Εκτός όμως από τις γενικές διακρίσεις σχετικά με την νομική και πραγματική κατάσταση των κρατουμένων, εισάγεται μια περαιτέρω εξειδίκευση που αφορά πάλι το δικαστικό λειτουργό και μια κατηγορία κρατουμένων (αρθρο 11) για τα οποία έχει ήδη υπάρξει σχετική δημόσια αντίδραση από μερίδα κρατουμένων.

Ειδικότερα, στο άρθρο 11 εισάγεται μεταξύ άλλων μια εδική ρύθμιση που αφορά συγκεκριμένες κατηγορίες κρατουμένων και την στάση τους μέσα στη φυλακή και όπως φαίνεται ανεξάρτητα από την νομική τους κατάσταση για την οποία βρέθηκαν στη φυλακή ή την πραγματική τους κατάσταση. Ειδικότερα ο αρμόδιος Δικαστικός Λειτουργός καθορίζει τη μεταχείριση των κρατουμένων ως προς τους όρους επίβλεψης και το χώρο διαμονής τους εάν πρόκειται για κρατουμένους που: α) είναι αυτοκαταστροφικοί, β) ασκούν βία απειλούν κλπ τρίτους συγκρατουμένους ή το προσωπικό, γ) είναι ευάλωτοι λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, δ) λόγω των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας που έχουν διαπράξει, ε) υπάγονται σε προστασία ως μάρτυρες, στ) έχουν καταδικαστεί σε οργάνωση αποδράσεων και άλλων αξιόποινων πράξεων που τελούνται μέσα στη φυλακή και προβλέπονται από την νομοθεσία για οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία.

Στην συγκεκριμένη τελευταία περίπτωση, δηλαδή, δεν πρόκειται για πράξεις εξαιτίας των οποίων βρίσκονται στη φυλακή, αλλά για αυτές που τέλεσαν ως κρατούμενοι και προβλέπονται από την νομοθεσία για τις εγκληματικές και τρομοκρατικές οργανώσεις.

Η διάταξη αυτή είναι εν μέρει προβληματική και έχει κατηγορηθεί ότι εισάγει από το παράθυρο ένα καθεστώς διαφοροποίησης στη μεταχείριση των κρατουμένων, που έχουν καταδικαστεί για τα ως άνω εγκλήματα. Πράγματι, εισάγει τη δυνατότητα αυξημένης ή διαφοροποιημένης σε σύγκριση με άλλους κρατούμενους επίβλεψης. Τι σημαίνει αυτό όμως; ότι θα μπορούν να επιτρέπονται κάμερες στο κελί του κρατούμενου; Όχι προφανώς. Ότι θα μπορεί να του επιβληθεί ιδιαίτερος χώρος αυλισμού; Μάλλον ναι θα απαντούσε κάποιος εδώ. Τι άλλο όμως; Στη πραγματικότητα, ως προς το καθεστώς διαβίωσης από τη διάταξη του νόμου δεν προκύπτει ότι θα μπορούσαν να αποστερηθούν από τον κρατούμενο ή να περιοριστούν δικαιώματα, που απολαμβάνουν οι άλλοι κρατούμενοι, όπως το δικαίωμα στην επικοινωνία, δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, επισκεπτήρια, υγειονομική περίθαλψη, άδειες εργασία κλπ. Τέτοιοι περιορισμοί δεν προκύπτουν από τη διατύπωση του νόμου.

Μπορεί όμως να αποφασίσει ο Δικαστικός Λειτουργός για τον χώρο διαμονής του κρατούμενου με βάση τη διάταξη αυτή; Ναι και ορίζεται ρητά, Αυτή ακριβώς φαίνεται ότι είναι και η λογική της διάταξης, δηλαδή να απομακρύνει την ευθύνη για τη τοποθέτηση δύσκολων κρατουμένων από το Διευθυντή και το Συμβούλιο της Φυλακής και την μεταθέσει στο Δικαστικό Λειτουργό. Ταυτόχρονα, όμως, δίνεται η δυνατότητα να προσβληθεί ή να επαναεξεταστεί η απόφαση αυτή και να προσφύγει ο κρατούμενος σε «δεύτερο βαθμό» στο δικαστήριο έκτισης ποινών. Η διάταξη αυτή σαφώς καθορίζει το που θα μένει ο κρατούμενος εκείνος, που μεταξύ άλλων έχει οργανώσει αποδράσεις κλπ αλλά και άλλα εγκλήματα που τελούνται μέσα στη φυλακή. Από την πρώτη ανάγνωση της διάταξης προκύπτει, ότι ο χώρος διαμονής του κρατούμενου συναρτάται με την εμπλοκή του σε τρομοκρατικές πράξεις ή πράξεις που εντάσσονται στη νομοθεσία για τις εγκληματικές οργανώσεις και τελούνται μέσα στη φυλακή. Προκύπτει επομένως, ότι επιδιώκεται να λειτουργήσει προληπτικά και κατασταλτικά προφανώς, για αποτρέψει τη δράση οργανωμένων ομάδων μέσα στη φυλακή. Αν δε λάβει υπόψη του κάποιος και τη δημόσια δήλωση της CPT του 2011, ο στόχος της διάταξης είναι εμφανής, αλλά δεν σχετίζεται με την εισαγωγή ενός πάγιου καθεστώτος διαφοροποιημένης μεταχείρισης που αφορά τη διαμονή, επιπλέον δεν σχετίζεται και δεν επιτρέπει ούτε έμμεσα την εισαγωγή διαφοροποιημένης μεταχείρισης στην απόλαυση των δικαιωμάτων των κρατουμένων. Ωστόσο είναι γεγονός ότι παρέχει αυξημένη εξουσία ως προς αυτό στο δικαστικό λειτουργό ενώ δεν είναι βέβαιο ότι μια τέτοια νομική ρύθμιση μπορεί να αποτρέψει δυσάρεστες καταστάσεις καθώς κανένα ουσιαστικό μέτρο δυναμικής ασφάλειας δεν θεσπίζεται στον κώδικα.

Η θέση του δικαστικού λειτουργού

Δικαστικός Λειτουργός συμμετέχει και έχει καθοριστικό ρόλο ιδίως στον πειθαρχικό έλεγχο, το συμβούλιο εργασίας των κρατουμένων, στους όρους διαμονής και τους κανόνες επίβλεψης κρατουμένων σε εξαιρετικές περιπτώσεις και βέβαια στη γενική εποπτεία της νομιμότητας της έκτισης της ποινής της μεταχείρισης των κρατουμένων του σεβασμού των δικαιωμάτων τους. Σε όλο το κείμενο του Σχεδίου ο αρμόδιος δικαστικός λειτουργός είναι αυτός που παίρνει τις δύσκολες ή ευαίσθητες αποφάσεις ή που με το κύρος και τη λειτουργία του κατοχυρώνει τη αμεροληψία των αποφάσεων και τα δικαιώματα των κρατουμένων. Ωστόσο, παρά το ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν και ιδιαίτερη γνώση και εξειδίκευση και ιδιαίτερη εμπειρία, τίποτα από όλα αυτά δεν προβλέπεται στις διατάξεις του Σχεδίου που να μπορεί να τροποποιήσει η να παραπέμψει σε αναγκαία τροποποίηση του σχετικού άρθρου του ΚΠΔ. Έτσι λοιπόν ο αρμόδιος δικαστικός λειτουργός είναι ο όποιος δικαστικός λειτουργός, που έχει την προβλεπόμενη θέση, στην συγκεκριμένη κάθε φορά συγκυρία. Δε λαμβάνεται έτσι υπόψη η ανάγκη εξειδικευμένου δικαστικού λειτουργού (όπως π.χ στην περίπτωση των δικαστηρίων ανηλίκων) που θα εποπτεύει την έκτιση των ποινών. Αυτή όμως η έλλειψη επιτείνεται, αν λάβει κάποιος υπόψη του ότι αφενός αυτός ο δικαστικός λειτουργός πρώτον συμμετέχει σε πλήθος οργάνων της διοίκησης της φυλακής και μεταχείρισης των κρατουμένων, τα οποία θα έπρεπε να συγκροτούνται όχι ad hoc, αλλά ως επιμέρους εξειδικευμένα Γραφεία πλήρως στελεχωμένα και εξοπλισμένα μέσα στη φυλακή και άρα είναι μάλλον πρακτικά απίθανό, να μπορεί να ανταπεξέλθει με επάρκεια σε όλες αυτές τις αρμοδιότητες. Και αυτό είναι σαφέστερο αν συνυπολογιστεί ότι ο δικαστικός αυτός λειτουργός δεν έχει ως αποκλειστική αρμοδιότητα την ενασχόληση με το κάθε κατάστημα κράτησης.

Επίσης οι ίδιες παρατηρήσεις ισχύουν και το Δικαστήριο που λειτουργεί ως Δικαστήριο Έκτισης Ποινών. Ενώ ούτε και σε αυτήν την νομοθετική προσπάθεια έγινε δυνατόν να συσταθεί ένα κανονικό ιδιαίτερο Δικαστήριο Έκτισης Ποινών, γεγονός που δείχνει την έλλειψη βούλησης να αντιμετωπιστούν πάγια προβλήματα της φυλακής και των κρατουμένων. Συνεπώς μια ουσιαστική ρύθμιση της νομιμότητας και του τρόπου έκτισης της ποινής θα ήταν η θέσπιση του Δικαστηρίου Έκτισης των Ποινών το οποίο θα ήταν αποκλειστικά αρμόδιο με αυτήν την λειτουργία και εκπρόσωπος του θα συμμετείχε σε όργανα της φυλακής όπου χρειάζεται, ενώ η αναδιάρθρωση της διοίκησης της φυλακής με την πρόβλεψη λειτουργίας Γραφείων με αρμοδιότητες π.χ δυναμικής ασφάλειας, εσωτερικής ασφάλειας, υποβολής αιτημάτων και παραπόνων των κρατουμένων, συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων, εκπαίδευσης θα άλλαζε ουσιαστικά τις συνθήκες κράτησης.

Συνολικά το σχέδιο του νέου σωφρονιστικού κώδικα από μία πρώτη θεώρηση των ιδεολογικών του προσανατολισμών, ενώ εισάγει πλήθος ρυθμίσεων που αλλάζουν προς το θετικότερο τους όρους διαβίωσης των κρατουμένων, διέπεται από αμηχανία να προχωρήσει σε ουσιαστικές μεταβολές που θα άλλαζαν την ιδεολογία για τη διοίκηση της φυλακής και τη μεταχείριση των κρατουμένων. Ωστόσο δεν μπορεί να μην υπογραμμιστεί η εξαιρετικά θετική κατεύθυνση πολλών από τις ρυθμίσεις του.